- θαργηλιῶνος
- θαργηλιώνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θαργηλιῶνος — Θαργηλιών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BENDIS — linguâ Thracum Diana dicitur. Per Βένδιν autem intelligi terram, ostendunt haec verba Hesychii, Μεγάλη θεὸς, Α᾿ριςτοφάνης ἔφη τήν Βένδιν, Θρακία γὰρ θεός. Eandem vero Lunam esse testis est Palaephatus, c. 32. ubi agit de filiabus Phorcynis,… … Hofmann J. Lexicon universale
καλλυντήριος — α, ο (Α καλλυντήριος, ον) [καλλύνω] ο κατάλληλος να καλλύνει, να ομορφαίνει, ο καλλωπιστικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καλλυντήριο μέρος ή εργαστήριο καλλωπισμού αρχ. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Καλλυντήρια εορτή που γινόταν στην Αθήνα από… … Dictionary of Greek
πλυντήριος — α, ο / πλυντήριος, ον ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλύση ή ο κατάλληλος για πλύση νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πλυντήριο α) μέρος τού σπιτιού ὁπου γίνεται το πλύσιμο, πλυσταρειό β) κατάστημα που αναλαμβάνει το πλύσιμο τών ρούχων,… … Dictionary of Greek